Οι γιορτές της αγάπης

indexΟι «γιορτές της αγάπης» είχαν φτάσει ήδη τα 37 συνεχόμενα χρόνια που συνέβαιναν στη μικρή κομητεία της Πέυν στην Οκλαχόμα. Ήταν ένα τριήμερο μουσικοχορευτικό γεγονός συνδυασμένο με τον διαγωνισμό του πιο αγαπημένου ζευγαριού.

 Τα ζευγάρια της κομητείας που λάμβαναν μέρος στο διαγωνισμό συναντιόντουσαν κάθε χρόνο την πρώτη μέρα της άνοιξης στο πάρκο, χόρευαν και διασκέδαζαν υπό το βλέμμα των «κριτών της αγάπης». Την τρίτη μέρα όλα τα ζευγάρια έδιναν μια δημόσια συνέντευξη. Οι ερωτήσεις ήταν κοινές σε όλους και στο τέλος είχαν 7 λεπτά ελεύθερης περιγραφής της αγάπης που τους δένει σε μια τελική προσπάθεια να πείσουν το κοινό να τους ψηφίσει για το πιο αγαπημένο ζευγάρι της χρονιάς.

 

Οι ερωτήσεις ήταν τυπικές και ομοίαζαν περισσότερο σε συνέντευξη αγοράς εργασίας. Ποτέ γνωριστήκατε; Τι σας έφερε κοντά; Τι είναι αυτό που σας ενώνει; Τι σας αρέσει να κάνετε μαζί; Πως βλέπετε το μέλλον, και άλλες τέτοιες προβλέψιμες αναλύσεις που δε χωράν πολλές πρωτοτυπίες και εντυπωσιασμοί.

Το κλου της βραδιάς, αυτό δηλαδή που εξίταρε το ενδιαφέρον του κοινού και αυτό που πρόκρινε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού ήταν η λεγόμενη επτάλεπτη αφήγηση.

Πρώτη στο βήμα ανέβηκε η κυρία Μπράιτ.

«Τι να σας πω, ο Τζέινσον Μράιτ είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Ο άνθρωπος δηλαδή που μου δίνει ζωή. Ακόμα και με το βλέμμα του, με τον ήχο της φωνής του, νοιώθω πως ζω, πως υπάρχω.»

Μετά από ένα παραλήρημα βαρύγδουπων εκφράσεων εντυπωσιασμού αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα γεγονότα και στιγμές που καθώς είπε αντικατόπτριζαν την εικόνα της μεγαλύτερης αγάπης όχι μόνο της κομητείας, αλλά ολόκληρης της νέας Γης.

«Θυμάμαι τότε, στη μεγάλη πείνα του ’27, εγώ έκοβα στη μέση ακόμα και τη φέτα το ψωμί για να τη μοιραστούμε. Πούλησα ολόκληρη την περιουσία μου στους μαυραγορίτες και αγόραζα λάδι και παξιμάδια μόνο και μόνο για να ζήσουμε και να είμαστε μαζί. Και εκείνος, όταν πια έπεσα με πυρετό, λίγο πριν την ασιτία, έκοψε τα δάχτυλά του και με ταΐζε στο στόμα με το αίμα του. Από το αίμα του ζω και από το αίμα του ζεσταίνομαι».

Έκλεισε το εφτάλεπτο της με αυτή την ευφάνταστη ιστορία που θύμιζε περισσότερο ταινία τρόμου με βαμπίρ παρά ερωτική κομεντί. Κατέφερε πάντως να κάνει το κοινό να τη χειροκροτήσει καθώς κατέβαινε βουρκωμένη από το βήμα.

Μέσα σε αυτό το χειροκρότημα τη διαδέχτηκε ο κύριος Μράιτ ο οποίος την αγκάλιασε, τη φίλησε και σκούπισε τα δάκρια και των δυο με το μαντίλι του.

-Όχι μόνο το αίμα μου, αλλά τα σπλάχνα μου όλα θα μπορούσα να σου δώσω για να υπάρχεις, της είπε κάνοντας τους θεατές να σταματήσουν να χειροκροτούν για να ακούσουν τη συνέχεια. –Ναι αγαπητοί συντοπίτες, χωρίς αυτή δεν υπάρχει η ζωή μου, οπότε προτιμώ να τη χαρίσω ρισκάροντας τη δική μου που καμιά άλλη αξία δεν έχει από το να είναι μαζί της.

Ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν τόσο μεγάλος που πολλά ζευγάρια απέσυραν την υποψηφιότητά τους και αποχώρισαν αναγνωρίζοντας την ήττα τους. Παράλληλα δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεάθηκαν να ξερνούν αηδιασμένοι, έχοντας στο νου τους την εικόνα του θηλασμού των κομμένων δάχτυλων του κυρίου Μράιτ.

Σειρά είχε το ζεύγος Άντερσον. Η κυρία έδωσε τη σειρά της στον σύζυγό της επικαλούμενη συγκίνηση αποτέλεσμα της αφήγησης των Μράιτ, ωστόσο στο πλήθος κυκλοφόρησε η φήμη πως ζήτησε από τον γιατρό να της κάνει ένεση λόγω της παλινδρόμησης του στομάχου της.

– Η Μαρία Άντερσον είναι μια γυναίκα που αν και δε με τάισε με το αίμα από τα κομμένα της δάχτυλα, είπε προσπαθώντας να μετατρέψει τον εμετό και την ναυτία σε συμμάχους, με κράτα στη ζωή εδώ και δέκα ολόκληρα χρόνια. Το χαμόγελο και το χάδι της, αλλά προπαντός η προσήλωση της με γιάτρεψαν από τη βαριά κατάθλιψη που είχα πέσει μετά την οικονομική μου καταστροφή. Η παρουσία της στη ζωή μου με έσωσε από βέβαιη αυτοκτονία και μου έδωσε νόημα στο όνειρο και στην ελπίδα, είπε αντιγράφοντας τη φρασεολογία ενός ρομαντικού έφηβου στην πρώτη του ερωτική απογοήτευση.

Στο βήμα ανέβηκε η Μαρία Άντερσον διασχίζοντας τη σκηνή με γοργό και επιβλητικό βήμα αισιοδοξίας που άφηνε πίσω του μια ξινή οσμή.

-Για ποιο λόγο κυρίες και κύριοι μια γυναίκα μπορεί να χωρίσει ένα επιτυχημένο και πλούσιο βιομήχανο και να βρεθεί στην αγκαλιά ενός χρεοκοπημένου καταθλιπτικού; Αν το κίνητρο μου δεν ήταν η αγνή, καθαρή και ανιδιοτελής αγάπη τι άλλο μπορεί να ήταν;

Έκανε μια παύση λίγων δευτερολέπτων αφήνοντας το πλήθος να αφουγκραστεί την ρητορική της ερώτηση, προσπαθώντας αφενός να κινήσει το ενδιαφέρον και αφετέρου να κατευνάσει τον οισοφάγο της που επέμενε να ανεβάζει πολτοποιημένο και ξινισμένο το απογευματινό της σνακ. Συνέχισε αναφέροντας την οικονομική τους κατάσταση μιλώντας ευθέος για την αναγκαιότητα του επάθλου καταρρίπτοντας σε ένα βαθμό τα περί ανιδιοτέλειας αλλά και το μύθο της ισχυρής αγάπης που νικά τη φτώχια. Ωστόσο μετά από ένα έντονο μορφασμό δυσανασχέτησης του κυρίου Άντερσον, έκλεισε επαναφέροντας το κλίμα:

– και με αυτή την αγάπη ζούμε ακόμα ξεχνώντας τη φτώχια και με αυτή την αγάπη ζεσταίνουμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα…

Το λόγο πήρε η Λίζα Λουξ, σύζυγος του κάπτεν Λουξ, η οποία μίλησε με ύφος ψηφοθηρικό.

-Μόνο μια ισχυρή αγάπη θα μπορούσε να νικήσει το μέγεθος του ωκεανού που στέκεται ανάμεσά μας τις περισσότερες μέρες του έτους. Μόνο μια ισχυρή αγάπη μπορεί να επουλώσει τις πληγές της απουσίας, της καθημερινής αγωνίας και της μοναξιάς. Μόνο μια ισχυρή αγάπη μπορεί να γλυκάνει τη γεύση της πικρής μόνιμης αναμονής. Μακάρι κυρίες και κύριοι να ήταν μαζί μας ο κάπτεν Λουξ και ας ζούσαμε στις φαβέλες του νότου, είπε κοιτάζοντας με ύφος προς το μέρος του ζεύγους Άντερσον. Μακάρι να μπορούσαμε για μια στιγμή να μοιραζόμασταν κάτι και ας ήταν φτώχια, κρύο ή και ματωμένα δάχτυλα. Όμως ο κάπτεν δεν είναι μαζί μας. Πάνε μέρες που έχω να λάβω γράμμα του αλλά κάθε βραδύ ξαπλώνω αγκαλιάζοντας τις άδειες πιζάμες του και φιλώντας τη φωτογραφία του. Δεν είμαι εδώ για το χρηματικό έπαθλο, είπε με νόημα, είμαι εδώ για να σας μεταφέρω τη δύναμη της πραγματικής αγάπης που νικά και τα πιο μεγάλα κύματα. Σε περίπτωση που κερδίσω στο διαγωνισμό το έπαθλο θα δοθεί στο ταμείο των χήρων ναυτικών που η αναμονή των αγαπημένων τους δεν θα τελειώσει ποτέ.

Η άρνηση του χρηματικού επάθλου και ο κοινωνικός σκοπός του που υποσχέθηκε η κυρία Λουξ, έκανε το κοινό να διχαστεί. Οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να ξεχνούν την αιματοφαγία των  Μπράιτ και την ανέχεια των Άντερσον και άρχισαν να δείχνουν μεγάλη συμπάθεια προς τη μοναδική ασυνόδευτη κυρία της διοργάνωσης που αν και μόνη ήρθε να υπερασπιστεί την αγάπη της.

Τα υπόλοιπα ζευγάρια δεν κατάφεραν να αλλάξουν τους μέχρι τότε συσχετισμούς που διαμορφώνονταν στους ψηφοφόρους.

Η κυρία και ο κύριος Ρουζ αναφέρθηκαν στην καταστροφή που επέφερε στο συναισθηματισμό τους ένας παροδικός χωρισμός. Αρίθμησαν τα κιλά που έχασαν μέσα σε ελάχιστες μέρες, τα δάκρια που έχυσαν και την αγάπη που κατόρθωσε να νικήσει τον εγωισμό τους.

Το ζεύγος Παρντόν προτίμησε να τοποθετηθεί μαζί. Μέσα από ένα καλοστημένο σκετσάκι κατάφεραν να μεταδώσουν τον τρόπο επικοινωνίας τους. Αφιέρωσαν τον περισσότερο χρόνο τους για να περιγράψουν πόσο ευτυχισμένοι ζούσαν για δύο χρόνια μόνοι τους μακριά από τον πολιτισμό και τους ανθρώπους στη Γη του Πυρός και στο νησί του Πάσχα.

-Ήμασταν μόνοι, αλλά όλος ο κόσμος μας ήταν μαζί μας, είπαν καθώς το κοινό αναρωτιόταν για το που πέφτει το νησί του Πάσχα.

Όλα τα υποψήφια ζευγάρια εξαντλούσαν εντέχνως το επτάλεπτό τους κατά πολύ θέλοντας να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι έχουν πολλά να πουν ακόμα. Ότι η αγάπη τους απαιτεί χιλιάδες ώρες αφήγησης για να μην αδικηθεί. Όλα τα ζευγάρια έως την ώρα που στο βήμα ανέβηκαν η Σάννυ Κρίκετ και ο Γουίλιαμ Λόνσον.

– Εγώ δεν του ζήτησα ποτέ τίποτα, είπε, έκλεισε το μικρόφωνο και έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στον κύριο Λόνσον που την αγκάλιασε σφίγγοντας το κορμί της στο σώμα του. Στη συνέχεια υποκλίθηκαν στο κοινό και απομακρύνθηκαν χαμογελαστοί.

Οι θεατές κοιτάχτηκαν με απορία και αμηχανία δημιουργώντας μια σιγή που κράτησε αρκετά δευτερόλεπτα. Η πρώτη βαβούρα ακούστηκε από τη μεριά του ζεύγους Άντερσον.  –Γιατί εγώ τι σου ζήτησα; είπε ο Τζον και εκείνη του έριξε μια ρουκέτα με χολικά άλατα και γαστρικά υγρά στο ριγωτό πουκάμισό του. Ο Δήμαρχος της πόλης, άπλωσε τον δείκτη του χεριού του και έδειξε τον κρόταφό του λίγο πριν ματώσει από τη σύγκρουση με την τσάντα της κυρίας του.

Οι λογομαχίες μεταξύ των ζευγαριών εξαπλώνονταν. Κάποιοι άρχισαν δειλά να χειροκροτούν. Η κυρία Λουξ έκανε κομματάκια τη φωτογραφία του καπετάνιου και έδωσε το σύνθημα: «Κρίκετ Κρίκετ». Το κοινό χωρίστηκε στα δύο. Άλλοι επευφημούσαν και άλλοι γιούχαραν. Οι διμερείς συγκρούσεις πολλαπλασιάζονταν. Οι λιγοστοί αστυνομικοί περιορίστηκαν στη διάσωση του Δήμαρχου από τις απανωτές τσαντιές της κυρίας του. Όλο και περισσότερα πρόσωπα έσταζαν αίμα.

Το τέλος επήλθε μόνο λόγο κόπωσης. Μόνη αλάβωτη η κυρία Λουξ. Η Σάννυ Κρίκετ και ο Γουίλιαμ Λόνσον είχαν εξαφανιστεί. Οι γιορτές της αγάπης δεν επαναλήφτηκαν ποτέ, με εντολή Δημάρχου.

Kalikatzarakos

Σχολιάστε