Το άλογο

αλογο

25 Μαΐου 2001

Η ώρα είναι δώδεκα και κάτι τα μεσάνυχτα και ο Ζήνωνας βρίσκεται στο μπαλκόνι. Είναι η ώρα που διαθέτει, όπως λέει, στον εαυτό του. Η ώρα που χαλαρώνει και αδειάζει όλες τις σκέψεις του. Η κατάκτηση της κενής σκέψης λίγο πριν την κατάκλιση.

Κάθε νύχτα, λίγο πριν πέσει στο κρεβάτι ο Ζήνων, ένας αρχαιολόγος εργαζόμενος στην πρώτη εφορεία αρχαιοτήτων Αθήνας, δημιουργούσε ιεροτελεστικά τη δική του νιρβάνα. Μοναδικά συστατικά ένα αναμμένο κερί σιτρονέλας και ένα ποτήρι καλό κόκκινο κρασί. Χωρίς μουσική, μόνο με τον ήχο της πόλης που κατόρθωνε να απομονώνει μαζί με κάθε επίμονη και ενοχλητική σκέψη.

Εκείνο το βράδυ, μετά από εικοσιπέντε χρόνια επιτυχίας της ωριαίας απόδρασης του από την όχληση του νου, μια εικόνα πέρα από κάθε φαντασία κατάφερε να διακόψει τον ιδιαίτερο διαλογισμό του.

Ένα άλογο φάνηκε μέσα από το παραθυράκι της κουζίνας του απέναντι διαμερίσματος. Ένα λευκό άλογο σε διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου άνοιξε το ψυγείο με το στόμα του, δάγκωσε ένα πράσινο μήλο, έκλεισε την πόρτα και περπάτησε προς τα ενδότερα του διαμερίσματος. Για λίγα δευτερόλεπτα ο Ζήνωνας κατάφερε να ακούσει τον ήχο από το μάσημα του μήλου και τα πέταλα του αλόγου να εφάπτονται με τα πλακάκια του διαμερίσματος.

Πως ήταν δυνατόν; Τι δουλειά έχει ένα άλογο στα Εξάρχεια και δη σε διαμέρισμα; Η τεχνηέντως κενή σκέψη του Ζήνωνα γέμισε ερωτηματικά σε δευτερόλεπτα. Ο βαθύς ύπνος που είχε προετοιμάσει χάθηκε οριστικά και όχι μόνο για εκείνο το βράδυ.

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, κάθε νύχτα, την ιδία ακριβώς ώρα, δέκα λεπτά πριν τη μία, το άλογο εμφανιζόταν στην απέναντι κουζίνα και δάγκωνε ένα πράσινο μήλο από το ψυγείο. Πάντα ατάραχο, χωρίς χαλινάρια και σέλα, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και με οικίες κινήσεις σαν να γνώριζε κάθε σπιθαμή του χώρου, αποχωρούσε καμαρωτό και περήφανο προς τα πίσω δωμάτια.

Εμφανώς επηρεασμένος από το περιστατικό ο Ζήνωνας γινόταν πολλές φορές δέκτης παρατηρήσεων από φίλους και συναδέλφους του. Όλοι είχαν διαγνώσει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στον μέχρι πρότινος δραστήριο και πολυάσχολο αρχαιολόγο. Η αδυναμία συγκέντρωσης και η αδιαφορία για εξελίξεις στα συνήθη ενδιαφέροντά του σηματοδοτούσαν ξεκάθαρα πως κάτι δεν πάει καλά. Κανείς όμως δεν κατόρθωνε να του αποσπάσει το μυστικό του. Ο Ζήνων, φοβούμενος τη λοιδορία και τον χλευασμό προσπαθούσε να καλύψει την αργοπορία του στη δουλειά, την αφηρημάδα και όλες τις αφύσικες αντιδράσεις του, πίσω από ανόητες και αναληθοφανείς δικαιολογίες.

Προσπαθούσε επίμονα, χρησιμοποιώντας αερολογίες και άσχετους στοχασμούς να συλλέξει πληροφορίες από η γειτονιά. Δεν μπορεί, αν όντως υπήρχε ένα άλογο στο απέναντι διαμέρισμα κάποιος θα το ήξερε. Ας πούμε ο ένοικος του από κάτω διαμερίσματος σίγουρα θα είχε ενοχληθεί από ο χτύπημα των πετάλων στα πατώματα. Τη βρήκε, ήταν η κυρά Σουζάνα. Μια ηλικιωμένη κυρία που ζήτημα θα ήταν αν θα άκουγε ακόμα και πεταλωμένο ελέφαντα να χορεύει φλαμένγκο πάνω σε κρόταλα. Ωστόσο την περίμενε έξω από το φούρνο της γειτονιάς κάνοντας τον περαστικό.

-Τη κάνεις κυρά Σουζάνα; Ο Ζήνωνας είμαι. Από απέναντι καλέ. Πως είσαι; Τα παιδιά; Ρε πες τους να έρθουν να μείνουν μαζί σου, είμαστε ήσυχα εδώ. Έχουμε ήσυχη γειτονιά κυρά Σουζάνα ε;

Δε θα μπορούσε να πάρει άλλη απάντηση από τη βαρήκοη γριούλα παρά μόνο ένα καταφατικό νεύμα.

Συνέχισε την έρευνά του ρωτώντας για το απέναντι διαμέρισμα του πέμπτου. Έλεγε τάχα πως ενδιαφερόταν να το μισθώσει προσπαθώντας να αντλήσει πληροφορίες για τον καινούριο ένοικο. Γρήγορα έμαθε πως εδώ και τρεις μήνες μένει εκεί ένας πρωτοετής φοιτητής της Ιατρικής.

Τον είδε στο μπαλκόνι ένα πρωί που επικαλέστηκε ασθένεια στη δουλειά για να τον παρακολουθήσει. Τον χαιρέτησε καλωσορίζοντας τον στη γειτονιά σα να μη βρίσκονταν στο κέντρο της πυκνοκατοικημένης Αθήνας αλλά σε χωριό της ορεινής Ναυπακτίας. Ο νεαρός ανταποκρίθηκε με ευγένεια. Ο Ζήνων συνέχισε προσπαθώντας να του πιάσει κουβέντα κάνοντας ενοχλητικές και συνάμα ανούσιες ερωτήσεις. Κανένα αποτέλεσμα. Ο νεαρός του απάντησε πως τον γοητεύει η Ιατρική, πως δε σκέφτηκε ποτέ την Κτηνιατρική και ότι δεν παρακολουθεί ποδόσφαιρο και σε καμία περίπτωση ιπποδρομίες.

Τον ξανασυνάντησε το Σάββατο στη λαϊκή, στον πάγκο με τα πράσινα μήλα. Ο νεαρός είχε ήδη γεμίσει μια σακούλα όταν έφτασε δίπλα του ο Ζήνωνας.

-Τα μήλα ξέρεις είναι ο καλύτερος μεζές για τα άλογα, είπε ο Ζήνωνας.

Ο νεαρός φοιτητής τον κοίταξε με απορία για τη αναγκαιότητα της πληροφορίας, σαν μόλις να είχε πληροφορηθεί τις στυλιστικές προτιμήσεις του γιου του Πρίγκιπα της Ιορδανίας ή τις μουσικές επιλογές της μις Λουξεμβούργου.

Η έρευνα δεν οδηγούσε πουθενά. Κανείς δεν ήξερε για το άλογο και τίποτα αφύσικο δεν έδειχνε να απασχολεί τους ενοίκους. Εντωμεταξύ, το μυστηριώδες λευκό άτι ήταν πάντα τυπικό στο ραντεβού του με τα πράσινα μήλα, όπως και ο Ζήνωνας. Κάθε βράδυ έβαζε την καρέκλα του ακριβώς πίσω από τα κάγκελα του μπαλκονιού και περίμενε. Μία παρά δέκα άκουγε τα πέταλα να χτυπούν στα πλακάκια· το άλογο εμφανίζονταν και έτρωγε το βραδινό του μήλο.

Οι πιθανότητες έγερναν πλέον προς την παραφροσύνη. Φοβόταν στην ιδέα πως είναι παράφρων, πως έχει κάθε βράδυ την ίδια παραίσθηση. Άρχισε να διαβάζει βιβλία ψυχιατρικής και να συμβουλεύεται το διαδίκτυο αναζητώντας τρόπους ίασης. Παρακολούθησε ένα ομαδικό πρόγραμμα ψυχοθεραπείας χωρίς όμως ποτέ να αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόβλημα. Έλεγε πως ταλαιπωρείται από εφιάλτες, φοβίες και αρνητικές σκέψεις. Με τον καιρό απομακρύνονταν από τον κοινωνικό του κύκλο. Ζήτησε άδεια άνευ αποδοχών από τη δουλειά του προφασιζόμενος πως ταλαιπωρείται από ισχυρές ημικρανίες. Απομονώθηκε στο διαμέρισμά του κυριευμένος από φόβο για τον ίδιο του τον εαυτό, για τη σκέψη του, ακροβατώντας θανάσιμα ανάμεσα στην παραίσθηση και την πραγματικότητα. Ασθενικός, εμφανώς αδυνατισμένος και ατημέλητος περίμενε κοιτάζοντας επίμονα το ρολόι τη μία παρά δέκα τα μεσάνυχτα.

Ένα βράδυ η σκηνή δεν επαναλήφθηκε αυτούσια. Το άλογο αφού δάγκωσε το πράσινο μήλο έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο της κουζίνας και κοίταξε κατάματα τον Ζήνωνα. Ο Ζήνωνας τα έχασε, πάγωσε, έσφιξε γερά τα κάγκελα σαν να οδηγούσε ένα δευτερόλεπτο πριν από μετωπική σύγκρουση. Η καρδιά του μιμούταν τέλεια τους ήχους ενός αγχωμένου τηλεγράφου. Σταμάτησε να νιώθει τα πόδια του κάτω από τα γόνατα, αδυνατούσε να κουνηθεί, να αναπνεύσει, να φωνάξει. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν σαν ημερολογιακοί μήνες και το άλογο παρέμενε εκεί, με το κεφάλι έξω από το παράθυρο να κοιτά με τα μεγάλα μαύρα μάτια του ίσια στον Ζήνωνα και να μασά ατάραχο το πράσινο μήλο. Ο Ζήνων άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές σαν κωφάλαλος υπνοβάτης, τα φώτα άναψαν στα απέναντι διαμερίσματα, το άλογο του έγνεψε κουνώντας αριστερά-δεξιά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε με τον συνήθη τρόπο.

Αυτό ήταν· η παράνοια χειροτέρευε. Έπρεπε να επισκεφτεί κάποιον ειδικό. Κι αν όμως ήταν αλήθεια; Η εικόνα είναι πάντα τόσο ζωντανή. Πως γίνεται να είναι κάποιος σχιζοφρενής μόνο στη μία παρά δέκα το βράδυ; Εκτός και αν ήταν και τις υπόλοιπες ώρες. Εκτός αν όλα είναι μια παραίσθηση. Το μπαλκόνι, ο δρόμος, το σπίτι, ο ίδιος, τα μέλη του. Τι είναι αλήθεια;

Η σκέψη έτρεχε αλαφιασμένη φλερτάροντας με την τελική κατάπτωση. Έπιασε με τα δύο χέρια το κεφάλι του και έκλεγε δυνατά μέχρι το ξημέρωμα. Άναψαν όλα τα φώτα στα απέναντι παράθυρα ακόμα και του δωματίου του νεαρού φοιτητή. Κανείς δεν του μίλησε.

Την επόμενη μέρα ο Ζήνων σκέφτηκε την απόλυτη λύση του μυστηρίου. Τον δεύτερο άνθρωπο. Θα καλούσε στο σπίτι ένα φίλο του, θα τον κρατούσε εκεί φλυαρώντας ως τη μία παρά δέκα τη νύχτα. Αν έβλεπε και αυτός το άλογο θα ήταν αλήθεια. Αν όχι θα του το έλεγε, θα το έβγαζε από μέσα του. Θα το έλεγε: «να εκεί βλέπω ένα άλογο»· είμαι τρελός;

Τηλεφώνησε στον φίλο του τον Στράτο και τον κάλεσε στις έντεκα το βράδυ για κρασί. Έστησε την καρέκλα του φίλου του με πρόσωπο στο παράθυρο του αλόγου, ακούμπησε στο τραπέζι δύο κρασοπότηρα και ένα μπουκάλι κρασί και περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι. Η αίσθηση ότι η απάντηση πλησιάζει, αλλά και η αναμονή της συντροφιάς του Στράτου τον έκαναν να νιώθει καλύτερα.

Η ώρα περνούσε και ο Στράτος δεν είχε έρθει. Ήταν πάντα συνεπής στα ραντεβού του. Στις δώδεκα και μισή, ενώ συνειδητοποιούσε ότι ενδέχεται να είναι πάλι μόνος μπροστά στο φόβο του, χτύπησε το τηλέφωνο.

-Ο Στράτος είχε ένα ατύχημα. Είναι νεκρός.

30 Μαΐου 2008

Ο Ζήνωνας κάθεται στο μπαλκόνι, είναι η ώρα της προσωπικής του χαλάρωσης. Κάθε βράδυ ο Ζήνωνας δημιουργεί, λίγο πριν κοιμηθεί, μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Πίνει ένα ποτήρι κρασί ή διαβάζει ένα βιβλίο στο μπαλκόνι. Πάντα έχει την πλάτη της καρέκλας του στραμμένη προς τα κάγκελα.

Kalikatzarakos

Σχολιάστε