Άτακτες σκέψεις στο Πεδίο… του Άρεως

pedio-areos

Είναι ωραίες οι Κυριακές στο Πεδίο του Άρεως. Είναι Πολυπολιτισμικές.

Δε θα έλεγα διαπολιτισμικές καθώς –ακόμα- μάλλον δεν υπάρχει σταυροδρόμι, δεν υπάρχει τομή των πολιτισμών. Υπάρχει κοινός φυσικός τόπος. Και κοινός περιορισμένος χρόνος. Κοινές απαγορεύσεις. Παραπλήσιες διαφυγές.

Από την πλατεία Πρωτομαγιάς μπορείς να αρχίσεις το ταξίδι. Διαφορετικές αποχρώσεις, διαφορετικές μουσικές, διαφορετικά ομαδικά παιχνίδια. Ίδια ένταση, απόγνωση, μελαγχολία. Βλέμματα στον ουρανό. Σώματα στον ήλιο.

Μπαίνω στο Πεδίο. Κόσμος, κόσμος, κόσμος. Γούντστοκ. (Μην αρχίσετε τη γκρίνια. Όλοι με ένα τρόπο κρατούν αποστάσεις.)

Αλλάζω πορεία. Να σου πω την αλήθεια βαριέμαι να συναντήσω γνωστούς. Αυτό είναι εύκολο καθώς οι άνθρωποι είναι σαν τα άλογα. Όσα iphone και αν εφεύρουν λειτουργούν με αρχέγονα ένστικτα. Τα άλογα έχουν ένα δρομολόγιο. Και οι άνθρωποι ένα παγκάκι στο Πεδίο. Ξέρεις που θα δεις/ ή δεν θα δεις τους εξαρχιώτες, τα παιδιά από το Γκύζη, το παρεάκι της κυψέλης κτλ.

Δεν έχω όρεξη για κοινωνικοποίηση, αυτό είναι όλο. Δεν έχω πιει καφέ και γενικά οι κοινωνικές μου δεξιότητες έχουν ατροφήσει. Στο γύψο όλα ατροφούν.

Θέλω λίγο Ήλιο μόνο και ένα διπλό εσπρέσο και λούγκο για να καπνίσουμε. Θέλει τσιγάρο η καραντίνα. Δε βγαίνει ρε μπρο.

Έχουμε τρεις ώρες ακόμα. Έχει λιακάδα όσο δεν πάει. Εκεί στο άγαλμα της Αθηνάς το πιάνει ο Ήλιος σχεδόν μέχρι τη δύση του. Τα ξέρουμε όλα πλέον: Τις ώρες ηλιοφάνειας σε κάθε παγκάκι. Σε κάθε σκαλί. Σε κάθε μαντράκι. Επικοινωνούμε με τοπόσημα: Είμαι στο σιντριβάνι, στο άγαλμα, στην υδάτινη διαδρομή. Χωρίς brands, χωρίς οδούς.

Μια μεγάλη παρέα κάνει κάτι σαν γιόγκα. Σε κύκλο. Δυο κυρίες παίζουν μήλα με τα παιδιά τους. Τους δείχνουν τους κανόνες. Γελάνε. Προσπαθούν να θυμηθούν.

Πολλά μικρά, σχολικής ηλικίας, πετούν ένα αεροπλανάκι. Ένα αναλώσιμο παιχνίδι της σειράς. Κάτι σαν αφρολεξένια σαΐτα. Λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι. Φαίνεται πως είναι μόδα. Το έχουν πολλά παιδιά στο Πεδίο. Κακής κατασκευής. Κακό ζύγισμα. Δεν πετάει ποτέ πάνω από δυο μέτρα και πάντα πέφτει με το κεφάλι. Δεν προσγειώνεται ποτέ ομαλά.

Πάντως είναι γεγονός πως φέρνει τα παιδιά κοντά. Αυτοί που έχουν αεροπλάνο παίζουν μαζί συνήθως. Χωρίς απαραίτητα να γνωρίζονται.

Σκέφτομαι τι θα γίνουν όλα αυτά τα αεροπλανάκια. Αν όντως το πλαστικό κάνει 400 χρόνια να αποσυνδεθεί, άραγε θα τα συνδέσει κάποιος αρχαιολόγος του μέλλοντος με την πανδημία, με την καραντίνα, με το Πεδίο, με τα παιδιά, με την αλληλεπίδραση…

Πότε άλλοτε να είχε τόσο κόσμο εδώ; Ίσως μόνο το ’99 μετά το σεισμό. Αλλά ήταν αλλιώς. Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι. Άκουγαν ραδιόφωνα με αφοσίωση. Ήταν αγχωμένοι. Σίγουρα δεν υπήρχαν ποδήλατα, αεροπλανάκια και μπάλες.

Τώρα τα πρόσωπα… τα πρόσωπα. Ποια πρόσωπα; Τα πρόσωπα δεν φαίνονται. Μάσκα μέχρι τη  μύτη, γυαλιά ήλιου. Τέλος.

Τέλος πάντων· θέλω να πω πως δεν υπάρχει άγχος στα κορμιά. Κάπως μόνο μια αμήχανη εφευρετικότητα της σπατάλης του χρόνου. Ο προαυλισμός που ψυχαναγκαστικά πρέπει να μας ικανοποιήσει. Ο χρόνος που πρέπει να κερδηθεί. Ο χρόνος που πρέπει να φύγει. Ο χρόνος που πρέπει να υπάρξει.

Να η μαμά άφησε τα μήλα και πήρε το ποδήλατο του μικρού. Ανεβαίνει, δυσκολεύεται… πέφτει, γελάει. Προσπαθεί να γίνει παιδί. Τα παιδιά περνούν καλά στα πάρκα. Όλα/ μόνο τα παιδιά περνούν πάντα καλά στα πάρκα. Πρέπει να γίνουμε παιδιά; Πρέπει να θυμηθούμε τα μήλα;  Ποια διαχείριση είναι ικανή;

Πάντως τα μήλα τελείωσαν. Μάλλον δεν τα κατάφεραν για σήμερα να το θυμηθούν/διδάξουν. Ο μικρός παίρνει πίσω το ποδήλατο. Ένταση, ενέργεια αστείρευτη. Ορθοπεταλιές μανίας. Ξέσπασμα. Ταχύτητα.

Πού θα πάει αυτή η ενέργεια αν μας κλείσουν το Πεδίο; Που πήγε πέρσι τον Μάρτη που ήταν κλειστό; Που θα πάει αυτή που δε θα καεί μέχρι τις 6;

Θα σωματοποιηθεί σε πέμπτο κυνόδοντα; Θα στραφεί πάνω μας; Θα εκραγεί ο κοινωνικός ιστός; Θα βγει σε ενδοοικογενειακή βία; Σε κατάλθα; Θα τα φάει όλα ο Λιγνάδης; Τι σκατά θα γίνει;

Και θυμάμαι εκείνο το μαλάκα στο χωριό. Έλυνε τα σκυλιά μια φορά τη μέρα τα ταΐζε τα πότιζε και τα έδενε ξανά. Χωρίς νερό.

-Γιατί το κάνεις αυτό; Ο τόπος είναι περιφραγμένος. Άστα λητά.

Εκείνα προσπαθούσαν να κερδίσουν το χρόνο. Να τρέξουν, να φάνε, να πιουν. Σάστιζαν στη διαχείριση των ελάχιστων λεπτών.

– Άμα τα έχεις λητά, είναι νωθρά όλη τη μέρα. Ενώ κοίτα τώρα πως τρέχουν. Άσε που θυμούνται καλά ποιος είναι αυτός που τα λύνει. Το εκτιμούν.

Είναι η Στοκχόλμη λοιπόν; Η απαγόρευση που μπερδεύεται με τη φροντίδα. Η συρρίκνωση της ελευθερίας που μπερδεύεται με  προστασία.

Θυμός.

Δίπλα μου πλησιάζουν και κάθονται τρεις τύποι. Ο ένας είναι γνωστός ηθοποιός και μου τραβάει το βλέμμα. Όχι ο γνωστός «ηθοποιός –σκηνοθέτης». Ένας άλλος γνωστός. Καθημερινός. Συμπαθής γενικά.

Είναι με άλλους δύο. Δεν τους ξέρω. Η κοπέλα όμως φοράει πολύ ωραίες μπότες. Είναι ωραίο/ παράξενο να φοράς στην καραντίνα πολύ ωραίες μπότες! Όλοι γύρω είναι με φόρμες και αθλητικά παπούτσια. Ένας παππούς μάλιστα φορεί Air Max. -Θαρρώ πως θα τα ψάχνει ο εγγονός του.

Αυτή η κοπέλα που φοράει τις ωραίες μπότες, ο ηθοποιός και ο τρίτος της παρέας είναι προβληματισμένοι. Ή έτσι τους βλέπω επειδή δεν πετούν αεροπλανάκια, δεν παίζουν μήλα και επειδή δεν έχει παραιτηθεί η Μενδώνη. Ξέρω γω. Δεν υπάρχει άλλη ζωή. Δεν έχω άλλη εναλλακτική να προσδώσω στον προβληματισμό τους. Ότι έχει το twitter παιδιά! Άντε και ότι κινείται στο Πεδίο· μέχρι εκεί ξέρω.

Ο ηθοποιός φοράει πολύ αυστηρά τη μάσκα του. Μάσκα καλή, όχι υφασμάτινη. Από αυτές που κατεβαίναμε στις πορείες το ’12. Δεν τη βγάζει καθόλου. Δεν πίνει καφέ όπως η παρέα του και δεν καπνίζει.

Είναι όλοι πάνω από 5-6 μέτρα μακριά τους. Αλλά τη φοράει αυστηρά. Μπορεί για το ινκόγκνιτο.

Ένας πιτσιρικάς λίγο πριν την προεφηβεία τον δίνει στεγνά: «Γεια σας κύριε Τάδε Τάδε», φωνάζει από τα 4 μέτρα βουτώντας στην περιοχή σαν χειροσφαίριστης.

«Γεια σου αγόρι μου», απάντα ο ηθοποιός βγάζοντας άμεσα την ευγενική και έμπειρη φράση της οριοθέτησής του.

Πόσες φορές να το έχεις πει αυτό άραγε; Από τότε με το μαύρο λοφίο έως τώρα με τα κατάλευκα μαλλιά, πόσες φορές θα του έχουν σπάσει τα παπάρια στη χαιρετούρα;

Κατάλευκα μαλλιά. Τα μαλλιά που ασπρίζουν στο Πεδίο περιμένοντας τη ζωή. Αφήνοντας τη ζωή. Ξεχνώντας. Ακολουθώντας. Παρατηρώντας.

Στο βάθος κάποιος κάνει σχοινάκι από την ώρα που ήρθα. Πάει ώρα. Είχαμε τρεις ώρες και έχουμε μία και 42. Έχει λιώσει. Ακουστικά στα αφτιά και ιδρώτας.

Δυο κορίτσια φοράνε ρόλερς. Φωτογραφίζονται και τσουλάνε.

Άραγε αν υπήρχε ζωή που θα ήταν όλοι αυτοί τώρα.

Οι τρεις αριστερά μάλλον θα ετοιμάζονταν για τη λαϊκή απογευματινή. Αυτός με το σχοινάκι ίσως να ήταν στο γήπεδο. Ο παππούς με τα  Air Max νομίζω πως λαχταρά ένα ούζο στο καφενείο της γειτονιάς του, με γκρι παντελόνι με αμυδρή τσάκιση, κόκκινη καζάκα πάνω από ριγωτό πουκάμισο και δερμάτινα παντοφλέ παπούτσια. Τα παιδιά μπορεί και να διάβαζαν για αύριο. Η μαμά με τα μήλα μπορεί να ήταν στο εξοχικό ενός φίλου με ρόμπα ή να έτρωγε μπριζολάκια σε ταβερνάκι της οδού Ρόβης. Τα κορίτσια με τα ρόλερς ίσως να φορούσαν ωραίες μπότες…

Στο πλάνο/ οπτικό μου πεδίο/ μπαίνει ένας κύριος με ένα oversize μπουφάν. Στην τσέπη στριμώχνεται μια σπαστή ομπρέλα. Η μέρα είναι ηλιόλουστη στο τέρμα και η ογκώδης ομπρέλα δύσκολο να ξεχάστηκε από προχθές.

Σκέφτομαι πως στην εποχή των λημών, των καταποντισμών, των απρόσμενων καταστροφών μπορεί να του προσδίδει μια ασφάλεια. Άλλωστε το προηγούμενο Σάββατο χιόνιζε. Το προηγούμενο Σάββατο και μου φαίνεται σαν πέρσι. Ή σαν ποτέ. Ή σαν τώρα.

Ο χρόνος διαστέλλεται, συστέλλεται ή και καταργείται. Ο μόνος χρόνος είναι τα 35 λεπτά που απομένουν. Ο «ελεύθερος χρόνος» σε μια πιο ετυμολογική βερσιόν.

Όλοι μαζεύονται σαν να ακούστηκε η κόρνα του καραβιού στον ντόκο· σαν να σάλπισε σιωπητήριο· σαν να τέλειωσε ο προαυλισμός.

Πρέπει να φύγω και γω, να περπατήσω και λίγο· να αποφύγω τη θρόμβωση. Κόλλησα με την παρατήρηση του άχρονου.

Κάποιοι παίζουν ακόμα βόλεϊ. Ένα καταπληκτικό καρφί και μια εξαιρετική υποδοχή στέλνουν τη μπάλα στο όχημα της σεκιούριτι. Ο οδηγός πάει να γκρινιάξει ελαφρώς και το μαζεύει αμέσως.

Χθες είδα ένα ντοκιμαντέρ για τη 17Ν. Μιλούσε η Σωτηροπούλου για τους 15 μήνες που έκανε απομόνωση. Μου είχαν δώσει μια μπάλα και την κλωτσούσα στον τοίχο…, είπε. Σήμερα όλες οι μπάλες του Πεδίου είναι αυτή μπάλα. Η μπάλα που χτυπάει τον τοίχο της φυλακής· η μπάλα που χτυπάει τον ασάλευτο χρόνο.

Κατευθύνομαι προς την έξοδο. Στα αριστερά μου η κλειδωμένη παιδική χαρά είναι γεμάτη παιδιά! Κοντοστέκομαι. Είναι κυρίως μεταναστάκια πρώτης γενιάς. Απομένει ένα τέταρτο μονάχα και τα δίνουν όλα! Σηκώνεται μπουχός στην ορμή τους!

Είναι αστείο που μέσα γίνεται κάτι ανάμεσα στο γούντστοκ και στο πάρτι στη βουλιαγμένης και η παιδική χαρά είναι κλειστή.

Μα το πιο αστείο είναι πως αυτά τα παιδάκια που πέρασαν το φράχτη του Έβρου ή πέρασαν με βάρκα το Αιγαίο κάποιοι νομίζουν πως μπορούν να τα περιορίσουν, πως μπορούν να τους στερήσουν το παιχνίδι, με ένα κάγκελο που μετά βίας φτάνει το ένα και σαράντα.

Ένα μικρόσωμο κοριτσάκι είναι απέξω και κλαίει. Κρατάει τα κάγκελα που πιέζουν τους κροτάφους της και τα δάκρυά της κυλούν μέχρι τα χείλη της. Ένα μεγαλύτερο αγοράκι -με κοινά εμφανισιακά χαρακτηριστικά- το κοιτάει και σηκώνει τους ώμους του μέσα από το κάγκελο, δηλώνοντας ανικανότητα να βοηθήσει.

Δεν το σκέφτομαι καθόλου και τρέχω, το πιάνω και το σηκώνω πάνω από τα κάγκελα. Όλα έρχονται από μέσα να βοηθήσουν. Την κρατάνε. Την αφήνω. Ξεσπούν σε χαρές και τρέχουν όλα μαζί στο βάθος.

Και νιώθω πως περάσαμε μαζί ένα φράχτη. Πως βγήκαμε στο Μόλυβο ή στην Λαπεντούσα. Πως μας έδωσαν κουβέρτες και μας κέρασαν ούζο και γκράπα.

Πριν χαθούν από το πλάνο εκείνη γυρίζει και με ψάχνει με το βλέμμα της. Τα πόδια της συνεχίζουν να τρέχουν, κοιτάει πίσω και δεν υπάρχει ίχνος υγρασίας στα μάτια της. Μου χαμογελάει, σηκώνει το χέρι της και με χαιρετάει.

Στέκομαι και ο χρόνος λειτουργεί. Για μια στιγμή τον νοιώθω να περνά χωρίς να χάνεται.

Δεν πρόλαβα, μα θέλω να σου πω πώς, να…

Εσύ κέρδισες 10 λεπτά στις κούνιες… κι εγώ θα πάρω αυτό το χαμόγελο μαζί μου για τις ώρες της απαγόρευσης· θα το φυλάξω για το βράδυ. Ντάξει;

Και να ξέρεις κάτι. Όταν αυτές οι μανιώδεις ορθοπεταλιές, τα δυνατά καρφιά και οι κλωτσιές στις μπάλες βρουν τρόπο να εκφραστούν· όταν συναντηθούν με τα χαμόγελα της αλληλεγγύης· όταν καταλάβουμε από ποια μεριά του φράχτη βρισκόμαστε…

Τότε να ξέρεις πως δε θα ζητήσουμε πίσω τη ζωή μας. Δε θα ζητήσουμε αυτά που χάσαμε.

Τότε θα τα ζητήσουμε όλα.

 Θα τα ζητήσουμε όλα για όλους.

Πεδίο του Άρεως

Κυριακή 21/2/21

Καραντίνα μέρα 347

Kalikatzarakos

Σχολιάστε