Τα καπάκια του Δον Τζουνώ

18801319-toilet-bowl

Ο Δον Τζουνώ, όπως συστήνονταν, ήταν ένας Ισπανός αποτυχημένος γλύπτης. Για χρόνια σμίλευε προτομές ιστορικών πρόσωπων και ανάγλυφα διάκοσμα σε ατελιέ της Ανδαλουσίας χωρίς καμία επιτυχία. Ξόδεψε όλη του την περιουσία και την μισή του ζωή αγοράζοντας μάρμαρο και καλέμια όλων των μεγεθών, έχοντας μεγάλη αφοσίωση και επιμονή. Παρόλα όμως τα χρήματα και τον χρόνο που διέθεσε, δεν κατάφερε ποτέ να πουλήσει ούτε ένα έργο του, ενώ την ίδια στιγμή αναγκάζονταν να μεταφέρεται σε όλο και μεγαλύτερες αποθήκες για να τα φυλάει.

Ο Ντουρούτι, ο Γκαουντί, ο Γκόγια, ο Θερβάντες και άλλες μαρμάρινες μορφές στριμώχνονταν πλάι σε ανάγλυφα με παραστάσεις ταυρομαχιών, στιγμές εμφύλιων μαχών και απόψεις Ισπανικών πόλεων. Θεωρούσε τα έργα του ζωντανά και τα ταχτοποιούσε πάντα με τρόπο ώστε να αναπαύονται χωρίς την παραμικρή αίσθηση ανίας.

Μετά από μια περίοδο παρατεταμένης ανέχειας και αφού ξόδεψε και την τελευταία του πεσέτα για ένα τόνο μάρμαρο από τους Βάσκους, σκέφτηκε σοβαρά την μετανάστευση. Για καλή του τύχη γνώρισε ένα νεαρό Έλληνα ταξιδιώτη που ο έρωτάς του για μια μικροκαμωμένη Καταλανή, μετέτρεψε το εισιτήριο της επιστροφής του σε μικρότερης αξίας από ένα κακοχτυπημένο αγαλματίδιο της θεάς Αφροδίτης.

Στην Ελλάδα νοίκιασε ένα παλιό μαρμαράδικο σε μια φτωχική γειτονιά της Αθήνας. Ζούσε χτυπώντας επιγραφές σε μνήματα έως ότου ανακάλυψε την καινοτομία που έλαχε να είναι η ενασχόλησή του για το υπόλοιπο της ζωής του.

Άρχισε να κατασκευάζει μαρμάρινα καπάκια λεκάνης τουαλέτας. Ήταν μια κατασκευή βαριά, άκομψη και κυρίως δύσχρηστη και μη λειτουργική. Προσπάθησε να προωθήσει τα κομμάτια του σε πολυτελή ξενοδοχεία και ακριβά εστιατόρια χωρίς καμία τύχη. Αφενός οι εστιάτορες και οι ξενοδόχοι αποφάνθηκαν ότι δεν μπορούν να βάλουν σε μια δοκιμασία άρσης βαρών τους πελάτες που επισκέπτονταν την τουαλέτα. Δεν ήταν δυνατόν κάποιος να θέλει να σηκώσει δώδεκα έως δεκαεπτά κιλά μάρμαρο για να ουρήσει. Και κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα απαγορευτικό για τα παιδιά. Αφετέρου η κατασκευή αυτή του Δον Τζουνώ ήταν πολύ ακριβή και ταυτόχρονα εύθραυστη. Θα έπρεπε ένας ξενοδόχος να νοικιάσει για ένα ολόκληρο μηνά την προεδρική σουίτα για να αγοράσει μόνο ένα καπάκι το οποίο θα μπορούσε να διαλυθεί σε ένα βίαιο κλείσιμο μαζί με ολόκληρη την πορσελάνη της λεκάνης.

Ο Τζουνώ στράφηκε προς την αγορά των μεγαλοαστών των βορείων προαστίων. Πίστευε πως αν καταφέρει και πουλήσει έστω ένα καπάκι σε ένα ονομαστό πλούσιο, αυτόματα θα γινόταν μόδα και απαραίτητο στοιχείο της ούρησης μετά από μια γαλλική σαμπάνια. Οι αστοί, όπως έλεγε, μπορούν να ξοδέψουν εκατομμύρια μόνο για τη φήμη τους. Μπορούν να αγοράσουν πίνακες αξίας για να τους κλειδώνουν σε μυστικά δωμάτια, πολυτελείς λιμουζίνες για να τις χαίρονται τα γκαράζ και χρυσές ράβδους που κλείνονται για πάντα σε χρηματοκιβώτια και τραπεζικές θυρίδες. Αλίμονο αν δε θα αγόραζαν ένα περίτεχνο μαρμάρινο καπάκι λεκάνης που θα συντρόφευε με μεγάλη επιτυχία τα χρυσά πόμολα της πόρτας, την λευκόχρυση μπαταρία του νιπτήρα και το φιλντισένιο μπιντέ.

Άρχισε να φιλοτεχνεί περισσότερο τα καπάκια του. Σκάλιζε πάνω τους φιγούρες ψαριών και όστρακα θέλοντας να ωραιοποιήσει το υγρό στοιχείο του σημείου που προορίζονταν. Εξέλιξε την ιδέα του με ιππόκαμπους, αστερίες, αστακούς και γενικά απεικονίσεις βυθών. Αργότερα χάραζε πάνω τους ιστιοφόρα ή υπερωκεάνια, αν επρόκειτο να τα πλασάρει σε εφοπλιστές και εργοστάσια για τους βιομήχανους. Σκέφτηκε ακόμα να σχεδιάζει τα δικά τους εργοστάσια, και κατάφερε να το κάνει σε βαθμό που ήταν σχεδόν αναγνωρίσιμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πουλήσει το πρώτο του καπάκι.

Στο τέλος αναγκάστηκε να δωροδοκήσει έναν εργολάβο οικοδομών με ένα άχαρο μαρμάρινο ομοίωμα της Σαγράδα Φαμίλια, για να τοποθετήσει το καπάκι του στην τουαλέτα μιας νεοανεγηρόμενης βίλας.

Αυτό ήταν· το καπάκι του Τζουνώ έγινε το βασικό θέμα συζήτησης, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, της δεξίωσης των εγκαινίων της πολυτελούς οικίας. Και ήταν λογικό αφού κανείς δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός ότι σήκωσε δεκαπέντε κιλά για να καταφέρει να βρει το χώρο να ουρήσει.

-Πήγαινε να το δεις, είπε ο ναύαρχος Λουντέμης στον ελληνοαμερικάνο Τζον Κρίστιαν, είναι ασήκωτο!

Ο κύριος Κρίστιαν βγήκε βιαστικά από την τουαλέτα, πριν καν τραβήξει το φερμουάρ του, και έτρεξε εντυπωσιασμένος στο μπουφέ όπου κανείς δεν ασχολιόταν ούτε με τα θαλασσινά που σάλευαν πάνω στον πάγο ούτε με τα αναρίθμητα νεογέννητα χοιρινά που κείτονταν καλοψημένα και μοσχοβολιστά έχοντας ένα πράσινο μήλο στο στόμα σαν δωροδοκία θανάτου. Κανείς δε μιλούσε για τους διαμαντένιους πολυέλαιους που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, κανείς δε θαύμαζε τα χρυσοποίκιλτα ψηφιδωτά των τοίχων της βίλας και κανένας δεν στέκονταν μπροστά από τους πίνακες του Νταλί, του Σεζάν και του Βαν Γκογκ που ο ιδιοκτήτης είχε επιστρατεύσει για τη σημερινή δεξίωση. Όλοι ήταν γύρω από το ναύαρχο Λουντέμη και τον ρωτούσαν για το καπάκι της λεκάνης.

-Το είδατε κι εσείς; ρώτησε η κυρία Ουίλσον, χήρα ενός βαθύπλουτου φαλαινοθήρα και πρόεδρος του μεγαλύτερου ελληνικού φιλανθρωπικού ομίλου, τον κ Κρίστιαν που καρφώθηκε από τα σταγονίδια νερού στα δάχτυλά του· είναι στα αλήθεια τόσο βαρύ;

-Τι να σας πω, είπε ο κ Κρίστιαν ανεβάζοντας με τρόπο το φερμουάρ του, θα προτιμούσα να σήκωνα κατευθείαν το φρεάτιο οδοστρώματος.

Σε λίγα λεπτά το μεγάλο σαλόνι της βίλας είχε σχεδόν αδειάσει. Οι καλεσμένοι συνωστίζονταν έξω από την τουαλέτα δημιουργώντας μια ατελείωτη ουρά που ανάγκασε τον ιδιοκτήτη να ζητήσει εξηγήσεις για την ποιότητα του φαγητού από τον σεφ.

Από εκείνη τη μέρα ο πλανήτης που όριζε τα οικονομικά του Δον Τζουνώ μπήκε στον πιο ευεργετικό οίκο του. Το ευτυχές για αυτόν ήταν ότι είχε ήδη πολλά έτοιμα καπάκια γιατί σε αντίθετη περίπτωση δε θα προλάβαινε να ικανοποιήσει τις ορδές των πλουσίων που κατέφθαναν στο μαρμαράδικο κραδαίνοντας ένα πλαστικό καπάκι τουαλέτας για δείγμα.

Οι απαιτήσεις γίνονταν συνεχώς μεγαλύτερες. Ο Δον Τζουνώ εκτός από τις φαντασίες και τις ορέξεις των πελατών του, έπρεπε να ικανοποιήσει και το μανιώδη ανταγωνισμό τους. Ο ανταγωνισμός των αστών, που συνήθως οδηγεί στο στραγγαλισμό των λαϊκών τάξεων, ήταν ο λόγος πλουτισμού του Τζουνώ. Όλοι ήθελαν να έχουν το καλύτερο και το ακριβότερο καπάκι και μόλις το προμηθεύονταν έσπευδαν να καλέσουν σε δεξίωση βρίσκοντας ένα ασήμαντο πρόσχημα.

Η μεγαλομανία που εξωτερικεύονταν με τα καπάκια της τουαλέτας δεν υποχώρησε ούτε μετά από το τραγικό ατύχημα που συνέβη στο σπίτι του Τζον Κρίστιαν:

Είχε μόλις προμηθευφτεί το καινούργιο του καπάκι που ζύγιζε περισσότερο από είκοσι κιλά, ήταν λαξεμένο σε κυκλαδίτικο μάρμαρο και έφερε πάνω του βαθιά χαραγμένο το χάρτη της Αμερικής. Ήταν παραγγελία για την δεξίωση που θα διοργάνωνε προς τιμήν του πρέσβη των Η.Π.Α την ημέρα των ευχαριστιών. Καθώς συμπλήρωνε τη λίστα των καλεσμένων η σφοδρή σύγκρουση μάρμαρου με πορσελάνη, συνοδευόμενη από μια σπαρακτική παιδική κραυγή αναστάτωσαν την έπαυλή του. Η δεξίωση δόθηκε κανονικά σε επτά μέρες αφού ο Τζουνώ πρόλαβε να κατασκευάσει ένα νέο καπάκι με το ανάγλυφο της αστερόεσσας και η εξάχρονη κόρη του Κρίστιαν βγήκε από το νοσοκομείο τέσσερα δάχτυλα ελαφρύτερη.

Τα χρόνια περνούσαν και τα καπάκια άλλαζαν συχνά απεικονίζοντας την οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών τους. Τα σαλόνια μίκραιναν και γύρω τους εμφανίζονταν νέες τουαλέτες για περισσότερες λεκάνες.

Πλήρωναν όσο όσο τον Τζουνώ για να τους διακοσμήσει το μαρμάρινο καπάκι με ότι μπορούσαν να σκαρφιστούν. Εικόνες από κυνήγια, κεφάλες αγριόχοιρων, γοργόνες, λιμουζίνες, ο Ποσειδώνας, καπάκια ρακέτες του τένις, καπάκια με μπαλάκια του γκολφ· ακόμα και τα πρόσωπα των παιδιών τους δέσποζαν πάνω στο καπάκι της χέστρας των αστών.

Ακολουθώντας τα μηνύματα του εγωκεντρισμού και της ματαιοδοξίας τους ζητούσαν πρόσθετα στολίσματα με πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και χρυσό για να είναι βέβαιοι πως κατέχουν το πολυτελέστερο καπάκι.

Η ιδέα αυτή δε συνεχίστηκε για πολύ αφού παρατηρήθηκαν κλοπές μικρών πολύτιμων στολιδιών από τις τουαλέτες σε πολλές δεξιώσεις. Η τουαλέτα είναι ένα μέρος που δεν μπορεί να φυλάσσεται. Τα τιμαλφή που υπάρχουν εκεί θα πρέπει να είναι μεγέθους που να μη χωράν σε τσέπη και σε γυναικεία τσάντα. Ένας άνδρας δε θα μπορούσε να βγει από μια τουαλέτα έχοντας στην τσέπη του παντελονιού του μια χρυσή στρόφιγγα μπαταριάς, ούτε μια γυναίκα μπορούσε να περιφέρει στην τσάντα της μια εικοσάκιλη μαρμάρινη επιφάνεια. Η φιλάνθρωπος κυρία Ουίλσον όμως, κατάφερε να βγει από το μπάνιο του ναύαρχου Λουντέμη έχοντας κρυμμένα στο πλούσιο μπούστο της τα δυο μαργαριταρένια μάτια του λέοντα που κοσμούσε το καπάκι της τουαλέτας του. Ο ναύαρχος Λουντέμης απέλυσε την επί δυο γενιές οικιακή βοηθό του κατηγορώντας τη για κλοπή και της κράτησε τη χρηματική αποζημίωση ως επιπλέον τιμωρία για τη σπίλωση των εκλεκτών καλεσμένων του.

Τα καπάκια συνέχισαν να στολίζονται με μεγαλύτερα και καλύτερα τοποθετημένα αντικείμενα. Οι διακόσμηση είχε πλέον ξεπεράσει κάθε φαντασία. Ο Τζουνώ άνοιξε μια έκθεση κοντά στο Λιμάνι του Πειραιά απ’ όπου γίνονταν κυρίως οι εξαγωγές στο εξωτερικό. Γύρω από τη φήμη των περίτεχνα στολισμένων καπακιών, στήθηκαν πολλοί αστικοί μύθοι και δοξασίες. Ακούστηκε πως οι αρχαιολόγοι επιβεβαίωσαν τη χρήση τους απ’ τα κλασικά χρόνια στα Αθηναϊκά ανάκτορα. Οι αλαφροΐσκιωτοι έλεγαν ότι φέρνουν τύχη και ευτυχία, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι μετά τα δύο χρόνια η ενέργειά τους γίνεται αρνητική και θέλουν άλλαγμα. Οι μεγαλομανείς αρέσκονταν να μιλούν για τα καπάκια που τάχα διέθεταν οι εμίρηδες και οι κροίσοι της ανατολής, ενώ υποστήριζαν πως κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι Σοβιετικοί ανταγωνίζονταν τη Δύση και στα καπάκια της τουαλέτας.

Εκτός από το μυστικιστικό πέπλο που πλέκονταν γύρω από τα καπάκια και την μανία των αστών για την απόκτησή τους, υπήρχε και ένα μικρό αλλά μαχητικό κίνημα εναντίον τους. Μια ομάδα ανθρώπων με επικεφαλής την μεγαλοδικηγόρο, πλέον, κόρη του Τζον Κρίστιαν με τα έξι δάχτυλα συνολικά στα δυο της χέρια, μάχονταν με όλα τα μέσα απέναντι στα καπάκια.

Διοργάνωναν πλήθος εκδηλώσεων ευαισθητοποίησης των πολιτών και μάζευαν υπογραφές για την απόσυρση των καπακιών από την αγορά. Πρότασσαν την εκποίηση τους και τη δημιουργία ενός ταμείου υπέρ των φτωχών που θα τροφοδοτούνταν απ’ όλους αντί να αγοράζουν τα υπερκοστολογημένα καπάκια του Δον Τζουνώ.

Η απάντηση σε αυτή την πρόταση ήρθε από το φιλανθρωπικό ίδρυμα της κυρίας Ουίλσον, που μέσω της ίδιας κατηγόρησε το κίνημα της Όλγας Κρίστιαν για λαϊκισμό και πρόσθεσε πως τα καπάκια του Τζουνώ είναι μια έκφανση της γλυπτικής τέχνης, η αποκήρυξη της οποίας θα ήταν πολιτισμικό έγκλημα. Παράλληλα εξέφρασε την άποψη πως η διαβίωση των φτωχών είναι εξασφαλισμένη από το ίδρυμά. Η όποια περαιτέρω ενίσχυσή τους θα μείωνε την παραγωγικότητα των εργατών και θα αύξανε τα μεροκάματα, πράγμα που, ενδεχομένως, θα περιόριζε τη βιωσιμότητα των μέσων παραγωγής.

-Είμαστε φιλάνθρωποι, αλλά δε θα καταθέσουμε ούτε τα καπάκια μας, ούτε τα εργοστάσια μας στους εργάτες επειδή το θέλει η κυρία Κρίστιαν· είπε κλείνοντας η κυρία Ουίλσον καθώς κούμπωνε το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου της για να κρύψει το μενταγιόν με τα μαργαριταρένια μάτια λέοντα από τα μάτια του ναύαρχου Λουντέμη που τη χειροκροτούσε από τα πρώτα καθίσματα των θεατών.

Το Κίνημα της Όλγας Κρίστιαν μήνυσε τον Δον Τζουνώ για την κατασκευή επικίνδυνων αντικειμένων οικιακής χρήσεως. Η κυρία Κρίστιαν επικαλούμενη και το προσωπικό της ατύχημα υποστήριξε στο δικαστήριο την επικινδυνότητα των καπακιών και απαίτησε την απόσυρση τους και την απαγόρευση του εμπορίου τους.

Ο Τζουνώ στην υπεράσπισή του υποστήριξε πως αν καταδικάζονταν θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο όλοι οι βιοτέχνες που κατασκευάζουν πτυσσόμενες σκάλες, βεγγαλικά, πριόνια και λοιπά εργαλεία που ευθύνονται επίσης για οικιακά ατυχήματα και ακρωτηριασμούς. Αθωώθηκε πανηγυρικά με συνοπτικές διαδικασίες και χάρισε στον πρόεδρο του δικαστηρίου ένα καπάκι με την ανατολική άποψη του Άρειου Πάγου.

Το κίνημα της Όλγας Κρίστιαν άρχισε να φθίνει. Ακόμα και τα πιο ενεργά του μέλη πείστηκαν ότι η κυρία Κρίστιαν έπασχε από σύνδρομα σχετιζόμενα με την αναπηρία της, τα οποία της δημιουργούσαν εκδικητικές μανίες.

Οι δουλείες του Τζουνώ πήγαιναν όλο και καλύτερα. Προσπαθώντας να μειώσει το κόστος κατασκευής των καπακιών του έκλεισε συμφωνία με τους Ιερείς των μεγαλύτερων νεκροταφείων της Αθήνας και προμηθεύονταν δωρεάν τα μάρμαρα από τα μνήματα των εκταφέντων. Σε αντάλλαγμα σχεδίασε καπάκια για όλες τις εκκλησίες με σμιλεμένο το πρόσωπο του έκαστου Αγίου τους.

Ένα πρωί έλαβε μια από τις συνηθισμένες κλίσεις. Μια πελάτισσα ήθελε την αντικατάσταση ενός καπακιού. Είπε ότι ράγισε σε ένα απότομο κλείσιμο μαζί με ένα κομμάτι από την πορσελάνη της λεκάνης. Παρήγγειλε ένα νέο σκαλισμένο με τη φιγούρα μιας αγροτικής κόσας εξωτερικά και τέσσερα μαργαριτάρια στο εσωτερικό του ώστε να φαίνονται όταν είναι ανοιχτό.

Σε λίγες μέρες το καπάκι ήταν έτοιμο και ο Τζουνώ πήγε, όπως πάντα, ο ίδιος να το τοποθετήσει. Η υπηρέτρια που του άνοιξε, τον καλωσόρισε και το οδήγησε στο μπάνιο. Από την πορσελάνη της λεκάνης έλειπε ένα μικρό κομμάτι που την καθιστούσε ιδιαίτερα αιχμηρή και ανήμπορη να φιλοξενήσει άνετα και αλώβητα ένα τρυφερό κώλο.

Καθώς ο Τζουνώ βρίσκονταν γονατιστός μπροστά στη λεκάνη, μια παλάμη από την οποία εξείχε μόνο ο αντίχειρας έκλεισε με δύναμη το καπάκι. Το κεφάλι του γλύπτη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και ταξίδεψε έως τη θάλασσα μέσα από το δίκτυο της αποχέτευσης. Το ίδιο ταξίδι έκανε τρεις μέρες μετά το κεφάλι της κυρίας Ουίλσον όταν εκείνη γονάτισε να ξεκολλήσει τα τέσσερα μαργαριτάρια του εσωτερικού διάκοσμου.

Η εξαφάνισή τους δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

Kalikatzarakos