(πού;) Πάει ο παλιός ο χρόνος..

dsc00650

Καθώς πάω να αδειάσω το τασάκι, που σημειωτέων είχε τόσο πολύ γεμίσει αποτσίγαρα, ένεκα της μοναχικότητας, της απώλειας και της ανιδιοτέλειας, (το τελευταίο άσχετο αλλά το αφήνω γιατί βγάζει γέλιο) που σβήνοντας το τελευταίο τσιγάρο, έπαιρνε ξανά φωτιά το πρώτο!

Το αδειάζω λοιπόν στη σακούλα και περιμένω να δω αν θα μυρίσει φωτιά μπας και προλάβω και παρέμβω προτού γίνω παρανάλωμα -πράγμα που λίγο με ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη στιγμή, ή προτού πεθάνω από αναθυμιάσεις και την επαύριον πουν στις ειδήσεις ότι πέθανα από αυτοσχέδιο μαγκάλι -πράγμα που με ενδιαφέρει ακόμα λιγότερο.

Και καθώς περιμένω ανυπομονώντας να καπνίσω το παρθενικό τσιγάρο του άδειου, πλέον, σταχτοδοχείου και επιτέλους να το σβήσω χωρίς να γεμίσει στάχτη το δάχτυλό μου μέχρι την πρώτη φάλαγγα, η σακούλα αρχίζει να σαλεύει.

Συνέχεια